- καλικιοι
- καλίκιοιοἱ (лат. calcei) сапоги или обувь Polyb.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
καλίκιοι — καλίκιοι, οἱ (Α) υποδήματα τών Ρωμαίων εκείνων που φορούσαν τήβεννο («πίλεον ἔχων και τήβεννον καὶ καλικίους», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. calcei (πληθ. τού calceus) < calx «φτέρνα»] … Dictionary of Greek
καλικίους — καλίκιοι calcei masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)